προσκαθίστημι

προσκαθίστημι
Α [καθίστημι]
1. καθιστώ, διορίζω επί πλέον («προσκαθίστημι στρατηγόν», Διόδ.)
2. διευθετώ, τακτοποιώ επί πλέον
3. συγκαταριθμώ, συνυπολογίζω («ἐνόχους ἐν τούτῳ προσκατακτήσας καὶ τοὺς ἐμοὺς κληρονόμους», πάπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσκαταστήσω — προσκαθίστημι supply aor subj act 1st sg προσκαθίστημι supply fut ind act 1st sg προσκαθίστημι supply aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταστάντων — προσκαθίστημι supply aor part act masc/neut gen pl προσκαθίστημι supply aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταστήσομεν — προσκαθίστημι supply aor subj act 1st pl (epic) προσκαθίστημι supply fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκατέστη — προσκαθίστημι supply plup ind act 1st sg (ionic) προσκαθίστημι supply aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκατέστησαν — προσκαθίστημι supply aor ind act 3rd pl προσκαθίστημι supply aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαθίστησιν — προσκαθίστημι supply pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταστῆσαι — προσκαθίστημι supply aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταστήσαντος — προσκαθίστημι supply aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταστήσειεν — προσκαθίστημι supply aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαταστήσεσθαι — προσκαθίστημι supply fut inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”